Ένας μικρός παράδεισος στην έρημο
Εμπειρίες από τη Ι. Μονή Αγ. Αντωνίου Αριζόνας
Ένα αφήγημα της κυρίας Θεοδώρας Κουλικίδου
Παρόλο που ήταν ακόμη νωρίς, ο ήλιος θέρμαινε ήδη την έρημο της Αριζόνας, εκείνο το Μαγιάτικο πρωινό. Αναπαυτικά καθισμένη στο αυτοκίνητο, που μας πήγαινε με το σύζυγό μου στο ξακουστό μοναστήρι του Αγ. Αντωνίου, όχι μακριά από το Φοίνιξ, την πρωτεύουσα της πολιτείας, χίλιες σκέψεις με κατέκλυζαν. Η ανυπομονησία, η προσμονή και η περιέργεια είχαν γίνει ένα κουβάρι σκέψεων και συναισθημάτων. Ενώ το μάτι περιπλανιόταν στην περιοχή με τους χαρακτηριστικούς κάκτους, την υποτυπώδη βλάστηση και τα διάσπαρτα οικήματα, ήλθαν στο μυαλό, όσα λίγα ήξερα για το μοναστήρι αυτό, το πιο ξακουστό από τα συνολικά 19, που ίδρυσε ο γέροντας Εφραίμ στην Αμερική. Ήταν καλοκαίρι του 1995 όταν έξι μο-ναχοί έφτασαν στη νότια Αριζόνα από τη Μονή Φιλοθέου του Αγίου Όρους, μαζί με τον γέροντά τους Εφραίμ, πρώην ηγούμενο της Μονής, για να μετα-λαμπαδεύσουν την ιερή, υπερχιλιετή πνευματική Αγιορείτικη παράδοση στην περιοχή. Αν και είχα ακούσει πολλά και διάφορα, που είχαν εξιτάρει τη φαντασία μου και ακονίσει την αδημονία μου, ήταν αδύνατο να φανταστώ τι ακριβώς έπρεπε να περιμένω. Η λαχτάρα μεγάλωνε όσο πλησιάζαμε. Θα βλέπαμε άραγε το γέροντα; Θα είχαμε τη δυνατότητα να πάρουμε την ευχή του; Πώς θα περνούσαν οι δυο μέρες που είχαμε κανονίσει να μείνουμε στο μοναστήρι; Η σκόνη δημιουργούσε μικρούς ανεμοστρόβιλους στην περιοχή, που υψώνονταν σε ύψος πολλών μέτρων και μας υπενθύμιζαν ότι βρισκόμαστε σε τόπο άνυδρο και άγονο. Ξαφνικά ένας λόφος μπροστά μας, έκανε την καρδιά μας να σκιρτήσει. Ένα ολόλευκο Αιγαιοπελαγίτικο ξωκλήσι, με μπλε τρούλο, απάστραπτε κάτω από το λαμπρό ήλιο. Τα μάτια άνοιξαν διάπλατα και η καρδιά αγαλλίασε στη θέα ενός κομματιού Ελλάδας. Μια πινακίδα σε πορφυρό βυζαντινό χρώμα με χρυσά γράμματα και το «Ιησούς Χριστός Νικά» μας ειδοποιούσε ότι φθάναμε στη Μονή. Ήταν το ομορφότερο καλωσόρισμα. Βρεθήκαμε να στεκόμαστε μπροστά σε μια μεγαλοπρεπή πανύψηλη είσοδο, χωρίς πόρτα ή σιδεριές. Με αδημονία τη διασχίσαμε και μείναμε καθηλωμένοι μπροστά στο θέαμα που αντικρίσαμε. Εάν θα μπορούσαμε να παραλληλίσουμε τον Κήπο της Εδέμ επί της γης, κάπως έτσι θα πρέπει να είναι. Το πράσινο κυριαρχούσε και κάποια πετρόκτιστα οικήματα σε βυζαντινή αρχιτεκτονική, μόλις και διαφαίνονταν ανάμεσα στα πανύψηλα δέντρα. Καθηλωμένοι από την έκπληξη, μας πλησίασε ένας νεαρός μοναχός που σε άπταιστα ελληνικά αλλά με εμφανώς ξενική προφορά, μας καλωσόρισε. Μας πρόσφερε το πατροπαράδοτο κέρασμα καλωσορίσματος και μας ενημέρωσε για τους κανόνες του μοναστηρίου και το τυπικό, που ως φιλοξενούμενοι έπρεπε να ακολουθήσουμε. Ήδη είχα προμηθευτεί μακριά φούστα και μαντήλα για το κεφάλι αλλά χρειάστηκε να εφοδιαστώ με ένα μακρυμάνικο φαρδύ πουκάμισο. « Παράκληση, θυμηθείτε ότι αυτό είναι το σπίτι μας· δεν είναι μουσείο. Ζούμε, εργαζόμαστε και λατρεύουμε εδώ…» είναι κάποια από τα λόγια που μας έκαναν εντύπωση στα ενημερωτικά φυλλάδια του μοναστηριού. Διασχίσαμε το πλακόστρωτο που ξεδιπλωνόταν ανάμεσα σε πεύκα, φοίνικες και μπουκαμβίλιες και οδη-γηθήκαμε στους ξενώνες μας- διαφορετικά οικήματα για άνδρες και γυναίκες- που συνολικά έχουν τη δυνατότητα φιλοξενίας 500 επισκε-πτών. Ήμασταν ανυπόμονοι να τακτοποιηθούμε για να εξερευνήσουμε το μοναστήρι. Μια ηλικιωμένη κυρία- από αυτές που διακονούν κατά καιρούς το μοναστήρι- με οδήγησε σε ένα κτήριο με διάφορους θαλάμους. Ο δικός μου είχε οκτώ κρεβάτια και όλα ήταν ταχτοποιημένα και καθαρά. Πολύ γρήγορα βρεθήκαμε με το σύζυγο να περιδιαβαίνουμε το χώρο της Μονής. Αυτό που αντίκρισαν τα μάτια μας ξεπερνούσε κάθε προσδοκία και κάθε μαρτυρία που είχαμε ακούσει. Μέσα στην αφιλόξενη, τη γεμάτη κάκτους και κροταλίες έρημο, βρισκόταν, από χάρη Θεού, μια όαση, ένας γήινος αλλά και συνάμα πνευματικός παράδεισος. Στη μέση του συγκροτήματος, δέσποζε το καθολικό της Μονής, η εκκλησία του Αγ. Αντωνίου σε βυζαντινό ρυθμό βασιλικής. Δυο πέτρινα λιοντάρια στέκονταν συμβολικά στις δυο πλευρές της εισόδου. Ό,τι κοσμεί το ναό, είναι φερμένο από την Ελλάδα. Μεγάλος, οικείος, αφήνει τον προσκυνητή να χαρεί απρόσκοπτα τη μεγαλοπρέπεια του χώρου, χωρίς κίονες, συμμετέχοντας στις ιερές ακολουθίες. Στο αριστερό προσκυνητάρι, η χειροποίητη εικόνα της Παναγίας της Αριζονίτισσας καλωσορίζει τους προ-σκυνητές. Έξι ακόμη περικαλλέστατες εκκλησίες βρίσκονται διασκορπισμένες στην κατάφυτη έκταση των περίπου 432 στρεμμάτων: των Αγίου Νικολάου, Αγίου Γεωργίου. Αγ. Δημητρίου. Αγ. Σεραφείμ του Σάρωφ, του Αγίου Παντελεήμονος και του Προφήτη Ηλία. Όλοι αντιπροσωπεύουν ρυθμούς από όλες τις περιοχές της Ορθοδοξίας. Πανύψηλοι κάκτοι, αγκαλιά με φοινικόδεντρα, ελιές, πορτοκαλιές και λεμονιές, φυστικιές Αιγίνης και αμπέλια, μπουκαμβίλιες και τρια-νταφυλλιές, ροδοδάφνες και κυπαρίσσια, ζαρζαβατικά και φυτά της ελληνικής γης, όλα φάνταζαν εξωτικά και μαγικά κάτω από το ζεστό ήλιο της μακρινής Αριζόνας. Σιντριβάνια, πετρόκτιστα, προσκυνητάρια ξυλόγλυπτα, σταυροί μαρμαρόγλυπτοι, μονοπά-τια, λιμνούλες και ομοιώματα ζώων, συμπλή-ρωναν το παραμυθένιο σκηνικό. Το βλέμμα δεν ήξερε πού να πρωτοταξιδέψει. Η καρδιά αγαλλίαζε και η ψυχή ένοιωθε την ανά-γκη της ανάτασης. Πότε έφθασε η ώρα του εσπερινού; Πλησίαζε ήδη 3:30 το απόγευμα και όλοι πορευθήκαμε στο ναό για την Ενάτη Ώρα και τον Εσπερινό. Στις 4:30 είχαμε τελειώσει και κατευθυνθήκαμε όλοι, οι μοναχοί πρώτα και οι προσκυνητές μετά, στην τράπεζα για το δείπνο. Η φιλοξενία αβραμιαία και το αγιορείτικο τυπικό, παρόν. Σε χωριστές τράπεζες οι μοναχοί, σε άλλες οι άνδρες και σε άλλες οι γυναίκες, απολαμβάναμε σιωπηλά, όλα όσα με αγάπη μας προσφέρθηκαν, ενώ ο αναγνώστης μοναχός διάβαζε κείμενα πνευματικά και ψυχωφελή. Αμέσως μετά το μισάωρο αυτό διάλειμμα, συγκεντρωθήκαμε στην εκ-κλησία για το μικρό απόδειπνο. Η θεία λειτουργία στο Καθολικό ξεκινούσε το βράδυ, μετά τα μεσάνυχτα. Λίγο ξεκουραστήκαμε στους κοιτώνες μας και πριν τις 12.30 βρισκόμασταν ήδη στο ναό για την πρωινή ακολουθία. Το φως των λιγοστών κεριών – το μόνο φως που επιτρεπόταν στο ναό – μόλις και μετά βίας φώτιζε αμυδρά το σκοτεινό χώρο και του ‘δινε ένα περισσότερο μυσταγωγικό χαρακτήρα. Οι περίπου 45 μοναχοί και ιερείς της Μονής προσέρχονταν ήσυχα, σχεδόν αέρινα. Έβαζαν μετάνοια μπροστά στην Ωραία Πύλη, στο γέροντα Εφραίμ – που από νωρίς είχε καταλάβει τη θέση του κοντά στο αναλόγιο – και στον ηγούμενο της Μονής π. Παΐσιο, επί-σης Αγιορείτη μοναχό. Στη συνέχεια κατελάμβαναν τα μπροστινά στασί-δια του ναού. Οι προσκυνητές, αφού ένας–ένας ασπαστήκαμε τις ιερές εικόνες, περάσαμε να πάρουμε την ευλογία του γέροντα, που έστεκε στητός στο στασίδι του, παρά τα 86 του χρόνια, μουρμουρίζοντας την ευχή και στη συνέχεια πιάσαμε από ένα στασίδι στο μισό πίσω μέρος του ναού. Ένα κομμάτι του Αγίου Όρους και του Ελληνισμού, ίσως πιο Ορ-θόδοξο και ελληνικό από οπουδήποτε αλλού, αναβίωσε στην ψυχή και στο σώμα μας, τις επόμενες ώρες. Φωνές ουράνιες, δοξολογούσαν και ικέτευαν τον Κύριο σε μια ατμόσφαιρα κατανυκτική που αλλοίωνε την καρδιά και συνέπαιρνε το νου. Πώς άραγε τόσοι ξένοι μοναχοί μπορούσαν να ψάλλουν τόσο τέλεια στην ελληνική γλώσσα; Ήταν γύρω στις 3:30 το πρωί όταν όλη αυτή η μυσταγωγία έφθασε στο τέλος της. Ένα μικρό κέρασμα μας επανέφερε στη γη και όλοι αναπαυμένοι και πλήρεις, αποσυρθήκαμε στους θαλάμους μας, περιμένοντας να φωτίσει ο ήλιος τη μέρα. Ανυπομονούσαμε να ξημερώσει για να περιπλανηθούμε ακόμη μια φορά, προτού αναχωρήσουμε από το Μοναστήρι, στην όαση αυτή επί της γης. Βρεθήκαμε να συζητάμε με ένα γέροντα μοναχό της Μονής. «Ο γέροντας παιδιά μου, όταν ήλθε για πρώτη φορά εδώ, η περιοχή ήταν προς πώληση. Μαζί του ήταν και ένας ιερέας με την πρεσβυτέρα του. Ο γέροντας τους ρώτησε -αν και ήδη ο ίδιος ήξερε. «Τι λέτε πιστεύετε ότι είναι αυτό το μέρος που ψάχνουμε για να κτίσουμε μοναστήρι»; «Ακούω καμπάνες γέροντα» απάντησε η πρεσβυτέρα». Πράγματι όπως μάθαμε αργό-τερα, ο π. Αντώνιος Μοσχονάς, συν-ταξιούχος εφημέριος στο Tucson από τους βασικούς συνεργάτες και συμ-παραστάτες του Γέροντα Εφραίμ στην περιοχή, ανέφερε ότι το μοναστήρι κτίσθηκε με σημεία που έδειξε ο Θεός. Όταν μάλιστα μαζί με κτηματομεσίτη έφθασαν στο μέρος που κτίσθηκε το μοναστήρι αργότερα, ενώ μιλούσαν με τον κτηματομεσίτη, άκουσαν να χτυ-πάνε καμπάνες, όπως χτυπάνε οι καμπάνες της Μονής Φιλοθέου. «Ξέρετε», συνέχισε ο μοναχός, «σε αυτή την περιοχή υπήρχαν κάποιες αγελάδες πριν. Μόλις είδαν το γέροντα, ήρθαν και γονάτισαν μπροστά του. Στην αρχή ήρθαν οι Μορμόνοι (έχει πολλούς η περιοχή) και προσφέρθηκαν να δώσουν στο γέροντα ένα εκατομμύριο δολάρια για την ανέγερση του μοναστηριού-με την ελπίδα ότι θα μπορέσουν να έχουν ανάμιξη. Ο γέροντας τους είπε. «Χρήματα θα μας δώσει ο Θεός». «Να προσεύχεστε, παιδιά μου. Να προσεύχεστε, ώστε ο Θεός να χαρίσει στο γέροντα λίγα χρόνια ακόμη για να στερεώσει το έργο του». Έφθασε η ώρα να φύγουμε. Με λύπη αποχωριζόμασταν αυτό που ζήσαμε, έστω και λίγο. Ένα θαύμα του Θεού μέσα στην έρημο. Μια υπόσχεση ότι ο Θεός είναι μαζί μας, παντού, και κάνει θαύματα αρκεί εμείς να πιστεύουμε. Προσκυνητές έρχονταν και έφευγαν. Οι περισσότεροι ξένοι. Από όλες τις γωνιές της Αμερικής και του Καναδά. Εκεί βρίσκουν τη δική τους πνευματική οικοδομή. Είναι το δικό τους Άγιο Όρος. Οι μοναχοί, νεαροί ως επί το πλείστον, ταπεινοί και απλοί, βιώνουν ο καθένας το δικό του πνευματικό αγώνα και βαδίζουν το δικό τους δρόμο προς την αγιότητα. Κάποιοι μήνες πέρασαν από την επίσκεψή μας στο Μοναστήρι. Οι μνήμες και τα συναισθήματα όμως εξακολουθούν να είναι έντονα και ανεξίτηλα, σφραγισμένα στο μυαλό και στην καρδιά μας. Ακόμη θυμάμαι τους δυο νεαρούς μοναχούς, που κάθε πρωί και δείλι είχαν διακόνημα να περιποιούνται τους δυο πολύχρωμους παπαγάλους της Μονής. Ήταν τόσο χαλαρωτικό και ανέμελο να τους κοιτάζω να το κάνουν με τόση φροντίδα και αγάπη! Ο σύζυγός μου ακόμη θυμάται το νεαρό εκείνο μοναχό με το σκονισμένο ράσο, που κάτω από τη λαύρα του καυτού ήλιου σκούπιζε ένα μονοπάτι, ενώ τα χείλη του μουρμούριζαν χαμηλόφωνα την ευχή. «Θέλεις να με βοηθήσεις αδελφέ;» ρώτησε καλοσυνάτα το σύζυγο. «Ναι, θέλω» απάντησε εκείνος. «Άσε καλύτερα αδελφέ μου. Θα λερωθείς. Άλλη φορά. Εγώ, ξέρεις, δεν καθαρίζω μόνο εδώ. Προσπαθώ να καθαρίσω και την ψυχή μου» Ευλογημένη αδελφότητα! Ετερογενής μα και τόσο όμοια και ενω-μένη εν Χριστώ. Η Παναγία η Αριζονίτισσα, που με τόση λαχτάρα και ταπείνωση υπηρετείτε αδελφοί, ας σας σκεπάζει και ο Άγιος Αντώνιος, ο μεγάλος μας ασκητής και διδάσκαλος της ερήμου, ας πρεσβεύει υπέρ της σωτηρίας των ψυχών σας και όλων μας. Θεοδώρα Κουλικίδου